καίονται

καίονται
καίω
kindle
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… …   Dictionary of Greek

  • ξερός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που δεν έχει υγρασία, στεγνός: Κοντά στα ξερά καίονται και τα χλωρά (παροιμ.). 2. μτφ., για πρόσωπα, ο αδύνατος, ο λιπόσαρκος, ο ισχνός. 3. για τόπο, ο χωρίς νερό ή βλάστηση: Ξερό νησί. – Ξερό βουνό. 4. μτφ., άκαμπτος,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καίοντ' — καίοντα , καίω kindle pres part act neut nom/voc/acc pl καίοντα , καίω kindle pres part act masc acc sg καίοντι , καίω kindle pres part act masc/neut dat sg καίοντι , καίω kindle pres ind act 3rd pl (doric) καίοντε , καίω kindle pres part act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”